- εφιδρύω
- ἐφιδρύω (Α)1. θέτω ή ιδρύω κάτι πάνω σε κάτι2. (μέσ. και παθ.) ἐφιδρύομαιτοποθετούμαι πάνω σε κάτι, ανεβαίνω3. ιδρύω, συνιστώ, παρασκευάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. επί + ἱδρύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφίδρυσις — ἐφίδρυσις, ἡ (Α) [εφιδρύω] (για τα πόδια) καλή στερέωση, καλό πάτημα … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek